Ο καλλιτέχνης σε ενημερωτικό του σημείωμα αναφέρει για το δρώμενο:
«Ο στόχος της παρούσας εγκατάστασης στον συγκεκριμένο χώρο είναι να αποδώσει φόρο τιμής στους ανθρώπους που εκτελέστηκαν στη μάντρα της Κοκκινιάς το καλοκαίρι του 1944 από τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής σε συνεργασία με Έλληνες ταγματασφαλίτες.
Σαράντα επιτύμβιες στήλες παρατάσσονται γεωμετρικά στο χώρο της έκθεσης. Σαράντα σήματα-μνήματα, ως συμβολική υπόμνηση των ζωών που χάθηκαν.
Η κάθε στήλη φέρει πάνω της ένα νεκρικό πορτρέτο εφήβου, επιλογή που μας παραπέμπει στον τρόπο που οι συνεχιστές της ύστερης ελληνιστικής παράδοσης της Αλεξανδρινής Σχολής ενταφίαζαν τους δικούς τους νεκρούς, φιλοτεχνώντας την προσωπογραφία τους (Φαγιούμ). Και στη βάση κάθε επιτύμβιας στήλης ένα καντήλι αναμμένο, σύμβολο μνήμης αλλά και ελπίδας.
Σ’ αυτόν τον χώρο της «Μη Λήθης» καλείται ο θεατής να βιώσει νοερά τον βηματισμό των στρατιωτών, των προς εκτέλεση πατριωτών, τον βόμβο της μέλισσας που στην αρχαία Ελλάδα συμβόλιζε την ψυχή και που εδώ γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο χρησιμοποιείται ως ηχητική υπόμνηση.
Να περιηγηθεί, να αναμετρηθεί με το άδικο της σπατάλης αυτής, να αναστοχαστεί.
Θα αναρωτηθεί κανείς: Γιατί όμως σήμερα ένα τέτοιο μνημόσυνο;
Η Ευρώπη αλλά και ο σύγχρονος δυτικός κόσμος, πέραν της επικίνδυνης καταστρατήγησης της έννοιας της Δημοκρατίας σε θεσμικό αλλά και λειτουργικό επίπεδο, της βαθιάς πολιτισμικής κρίσης και διαφθοράς, σημειώνει παντού ως αντίβαρο, μια εμφανή τάση ανόδου των διάφορων «εθνικισμών». Είτε λησμονώντας, είτε αγνοώντας συνειδητά τα διδάγματα της πρόσφατης Ιστορίας, συγχέει την ιδέα της εθνικής ταυτότητας -και την διατήρηση της ανωτερότητας της ταυτότητας αυτής- με την φιλοπατρία, την αγάπη για ειρήνη, τον πόθο για ελευθερία.
Θέλω ο επισκέπτης να συντονιστεί με τα νεκρικά πορτρέτα που εκτίθενται, να στοχαστεί πάνω τόσο στην θυσία τόσων αθώων πολιτών-αγωνιστών της ελευθερίας, μια θυσία «με νόημα» όσο και ευρύτερα στους κίνδυνους που εγκυμονούν εκκολαπτόμενα φασιστικά- ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Το τρένο της παγκοσμιοποίησης δεν γυρίζει πίσω, ας μην υποτιμούμε όμως την επιστροφή της Ιστορίας».